παιδοδιδάσκαλος

παιδοδιδάσκαλος
παιδοδιδάσκαλος, ὁ (Μ)
δάσκαλος παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + διδάσκαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιδοδιδασκάλων — παιδοδιδάσκαλος teacher of boys masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοδιδάσκαλοι — παιδοδιδάσκαλος teacher of boys masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • παιδοδιδασκαλία — παιδοδιδασκαλία, ἡ (Μ) [παιδοδιδάσκαλος] η διδασκαλία τών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”